- πεδινός
- (paedinus). Κολεόπτερο φυτοφάγο έντομο της οικογένειας των βλαψιδών. Το γένος αριθμεί δώδεκα είδη, που ζουν στην Ευρώπη. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο τεφρός, που έχει καστανό χρώμα με μαύρες γραμμές και στίγματα στη ράχη. Ζει σε άγονες εκτάσεις, στην άμμο και κάτω από πέτρες.
* * *-ή, -ό / πεδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, πεδεινός και πεδιεινός, -ή, -όν, Α(για έκταση) αυτός που μοιάζει στην ομαλότητα με πεδιάδα, επίπεδος, ομαλόςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα (α. «πεδινό κλίμα» β. «πεδινό πυροβολικό» — πυροβολικό προορισμένο να δρα στις πεδιάδεςγ. «πεδινές καλλιέργειες»)2. (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό κόμμα που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια τών εργασιών τής Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη μετά την έξωση τού βασιλιά Όθωνος υπό την ηγεσία τού Δ. Βούλγαρη, προσωνυμία, όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών»*, που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία μετά τη Γαλλική Επανάσταση τού 1789νεοελλ.-αρχ.1. (για χώρα) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από πεδιάδες2. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην πεδιάδα, καμπήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεδιεινός είναι ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. πεδίον κατά το ὀρ-εινός, ενώ οι τ. πεδεινός και πεδινός είναι υστερογενείς σχηματισμοί].
Dictionary of Greek. 2013.